- υδατανθρακούχος
- ος, ο[ν] хим. углеводный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδατανθρακούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν (βιοχ. χημ.) αυτός που περιέχει υδατάνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατάνθρακας + ούχος* (< έχω)] … Dictionary of Greek
υδατανθρακούχος — α, ο που περιέχει στη σύνθεσή του υδατάνθρακες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)